- ολισθ(ητ)ήρ
- (-ήρος) ο тех салазки; каретка; ползун
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιζαίνω — ἱζαίνω (Α) εγκαθιστώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ρ. ἵζω, ἱζάνω, που εμφανίζει κατάλ. αίνω (πρβλ. κερδ αίνω, ολισθ αίνω)] … Dictionary of Greek
ολίσθανος — ὀλισθανος, ον (Α) (αμφβλ. τον.) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθ τού ὤλισθον (βλ. λ. ολισθάνω) + επίθημα ανος. Αμφίβολη είναι η θέση τού τόνου τής λ., αν και οι τ. με επίθημα ανος, όπως ικανός, λιχανός, συνηγορούν υπέρ τής θέσης τού τόνου στη… … Dictionary of Greek
ολισθήεις — ὀλισθήεις, εσσα, εν (Α) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλισθ τού ὤλισθον (βλ. λ. ολισθάνω) + κατάλ. ήεις (πρβλ. κομ ήεις)] … Dictionary of Greek
ολισθράζω — ὀλισθράζω (Α) ολισθαίνω, γλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστ. ενεστ. από το θ. ὀλισθ τού ὀλισθάνω (πρβλ. ολιβράζω)] … Dictionary of Greek
σκαμβηρίζοντες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθαίνοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός, μέσω αμάρτυρου *σκαμβ ηρός (πρβλ. ολισθ ηρός)] … Dictionary of Greek